παράλλαξη

παράλλαξη
(Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση του αντικειμένου με το σχηματιζόμενο τρίγωνο. Η π. παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία στην αστρονομία, γιατί μέσω αυτής είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε τις αποστάσεις των ουράνιων σωμάτων. Για τον προσδιορισμό των σχετικά κοντινών ουράνιων σωμάτων, όπως είναι η Σελήνη και οι πλανήτες, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως βάση του τριγώνου την ισημερινή ακτίνα της Γης, το μήκος της οποίας μας είναι γνωστό με αρκετή ακρίβεια. Για τα πολύ μακρινά ουράνια σώματα, όπως είναι οι απλανείς αστέρες, το μήκος της ισημερινής ακτίνας της Γης είναι πολύ μικρό για να δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στην περίπτωση π.χ. του Ήλιου, σφάλμα ενός μόνο δευτερόλεπτου τόξου στον υπολογισμό της π., επιφέρει σφάλμα στην απόσταση περίπου 18 εκατομμυρίων χιλιομέτρων. Για τον λόγο αυτό, στον προσδιορισμό των πολύ μακρινών αστέρων προτιμάται ως βάση ο μεγαλύτερος ημιάξονας της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο (εκλειπτική), που είναι 23.000 περίπου φορές μεγαλύτερος από την ισημερινή ακτίνα της Γης. Ένας αστέρας που βρίσκεται σε απόσταση ώστε να βλέπει τη μέση ακτίνα της εκλειπτικής υπό γωνία 1’’, λέμε ότι βρίσκεται σε απόσταση ενός παρσέκ από τη Γη. Επειδή όλοι οι αστέρες παρουσιάζουν π. μικρότερη από ένα δευτερόλεπτο τόξου (1’’) ως προς την εκλειπτική, που αποτελεί τη μεγαλύτερη βάση για έναν παρατηρητή επί της Γης, προκύπτει ότι για τους αστέρες που παρουσιάζουν π. μικρότερη του 1/100δ τόξου, ο τριγωνομετρικός τρόπος μέτρησης της απόστασής τους δεν μπορεί να ισχύει, γιατί τα σφάλματα των οργάνων θα υπερβαίνουν την τιμή της παράλλαξης. Οι μεγαλύτερες π. απλανών αστέρων που έχουν μετρηθεί είναι η π. του α Κένταυρου (0’’,756 που αντιστοιχεί σε απόσταση 4,5 ετών φωτός, δηλαδή κατά 300.000 φορές μεγαλύτερη από την απόσταση Γης-Hλίου) και η π. του Εγγυτάτου (αστέρα κοντά στον α Κένταυρου) με τιμή 0’’,762, ο οποίος απέχει από τη Γη περίπου 4,3 έτη φωτός. Ο Εγγύτατος είναι ο πλησιέστερος προς τη Γη απλανής αστέρας. Οι άλλες μέθοδοι μέτρησης των πολύ μακρινών ουράνιων σωμάτων βασίζονται σε διάφορους έμμεσους τρόπους, είτε με τον προσδιορισμό της φαινόμενης λαμπρότητάς τους (φωτομετρικά, φωτογραφικά, φασματοσκοπικά κλπ.) είτε με τον προσδιορισμό της θέσης των αστέρων σε σχέση προς τον παρατηρητή (π. οριζόντια, π. ύψους κλπ.) είτε με βάση άλλα στοιχεία σχετιζόμενα με τις ιδιαίτερες κινήσεις τους. Η παράλλαξη, που χρησιμοποείται στην αστρονομία για τον προσδιορισμό των αποστάσεων των αστέρων από τη Γη, βασίζεται στον υπολογισμό της γωνίας (α) που σχηματίζουν οι οδικές ακτίνες, που προέρχεται από δύο διαφορετικά σημεία παρατήρησης και στην εύρεση της απόστασης μεταξύ των δύο αυτών σημείων. Στην περίπτωση μακρινών αστέρων χρησιμοποιούμε ως βάση το μεγαλύτερο ημιάξονα της εκλειπτικής, δηλαδή της τροχιάς της Γης.
* * *
η / παράλλαξις, -άξεως, ΝΑ [παραλλάσσω]
παραλλαγή, μεταβολή
νεοελλ.
1. ναυτ. η διέλευση πλοίου από ένα χαρακτηριστικό σημείο τής ακτής, όπως λ.χ. ακρωτήριο, φάρο, τη στιγμή που η σχετική διόπτευση από τη γέφυρα τού πλοίου είναι κάθετη, δηλ. σχηματίζει γωνία 90° από την πλώρη
2. αστρον. η διαφορά στη διεύθυνση ενός ουράνιου αντικειμένου, όπως αυτό φαίνεται από έναν παρατηρητή, από δύο σημεία που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους
3. στρ. η παραλλαγή
4. (τοπογρ.) η διαφορά στην κατεύθυνση ή η μετατόπιση στη φαινομενική θέση ενός σώματος, που οφείλεται στην αλλαγή τής θέσης τού παρατηρητή
5. φρ. «σφάλμα παράλλαξης οργάνου μετρήσεως»
μετρολ. σφάλμα που παρατηρείται στην ανάγνωση ενδείξεων μετρητικών οργάνων και οφείλεται στο ότι η οπτική ακτίνα δεν είναι κάθετη στη βαθμολογημένη επιφάνεια, όταν η αφετηρία βρίσκεται εξω από την επιφάνεια αυτή
αρχ.
1. (για σπασμένα οστά) η θέση τού ενός πάνω στο άλλο
2. μετατροπή προς το χειρότερο, χειροτέρευση
3. διαδοχική κίνηση, αλλαγή θέσης
4. η αμοιβαία κλίση δύο γραμμών που σχηματίζουν γωνία
5. ιατρ. παραφροσύνη
6. αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από γραμμές οι οποίες φέρονται από αστέρα προς το κέντρο τής Γης και προς ένα σημείο τής επιφάνειας της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράλλαξη — η (αστρον.), η γωνία που σχηματίζεται από τις δύο νοητές γραμμές με κορυφή ένα άστρο και άκρα δύο διαφορετικές θέσεις του παρατηρητή πάνω στη Γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλλάξη — παράλλαξις alternation fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάξῃ — παραλλάξηι , παράλλαξις alternation fem dat sg (epic) παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid 2nd sg παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 3rd sg παραλλάσσω cause to alternate fut ind mid 2nd sg παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμική παράλλαξη — Επαναληπτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της απόστασης και της μάζας ενός οπτικά διπλού αστέρα, συνήθως από μετρήσεις της τροχιακής περιόδου Ρ (σε χρόνια) και του φαινόμενου μέσου τροχιακού μεγέθους (l’’) και εκτίμηση της μάζας… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • παραλλάξηι — παράλλαξις alternation fem dat sg (epic) παραλλάξῃ , παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid 2nd sg παραλλάξῃ , παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 3rd sg παραλλάξῃ , παραλλάσσω cause to alternate fut ind mid 2nd sg παραλλάξῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριζόντιος — α, ο [ορίζοντας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα 2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα 3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση» αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • παραλλακτικός — ή, ό / παραλλακτικός, ή, όν, ΝΑ [παραλλάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλλαξη ή αυτός που αρμόζει στην παράλλαξη νεοελλ. φρ. α) «παραλλακτικό βάθρο» ειδικός τρόπος στήριξης διόπτρας ή τηλεσκοπίου για αστρονομικές παρατηρήσεις για να… …   Dictionary of Greek

  • παρσέκ — Μονάδα μέτρησης των αποστάσεων στην αστρονομία ίση με 206.265 αστρονομικές μονάδες, που αντιστοιχεί με 30,857.1012 χλμ. Συμβολίζεται διεθνώς με pc και είναι το αντίστροφο μέγεθος της ετήσιας παράλλαξης. Έτσι, στην απόσταση των 1Opc αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”